- υλιστήρ
- -ῆρος, ὁ, Ατο στραγγιστήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομισ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑλιστήρ — ὑ̱λιστήρ , ὑλιστήρ filter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλιστήριον — και ὑλίστριον, τὸ, Α ο ὑλιστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον)] … Dictionary of Greek
υλιστήριος — ία, ον, Α [ὑλιστήρ] 1. αυτός που πρόκειται να υποστεί διήθηση 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. ὑλιστήριον … Dictionary of Greek
ὑλιστῆρα — ὑ̱λιστῆρα , ὑλιστήρ filter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλιστῆρι — ὑ̱λιστῆρι , ὑλιστήρ filter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλιστῆρος — ὑ̱λιστῆρος , ὑλιστήρ filter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλιστῆρσι — ὑ̱λιστῆρσι , ὑλιστήρ filter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)